- κιάλι
- τοσυν. στον πληθ. τα κιάλια1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα τό δεις...» — δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. τού occhiale «οπτικός»].
Dictionary of Greek. 2013.